- ομοιότροπος
- -η, -ο (Α ὁμοιότροπος, -ον)1. αυτός που γίνεται, που επιτελείται με τον ίδιο τρόπο με έναν άλλο ή άλλους («εἰδότες οὔτε φιλίαν ἰδιώταις βέβαιον γιγνομένην... εἰ μὴ μετ' ἀρετῆς δοκούσης ἐς ἀλλήλους γίγνοιτο καὶ τἆλλα ὁμοιότροποι εἶεν», Θουκ.)2. αυτός που έχει όμοιο τρόπο ζωής ή χαρακτήρα με έναν άλλο («οὐδὲ γὰρ προσίετο εἰ μὴ τοὺς ὁμοιοτρόπους τε καὶ κόλακας αὐτῷ τῶν ἁμαρτημάτων», Ηρωδιαν.)3. αυτός που παρουσιάζει φυσική ή χημική συγγένεια με κάτι («ομοιότροπο διάλυμα»)αρχ.1. όμοιος2. (για φάρμακα) αυτός που ασκεί την ίδια επενέργεια, αυτός που έχει τα ίδια αποτελέσματα3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὁμοιότροπαμε τον ίδιο τρόπο, όμοια.επίρρ...ομοιοτρόπως και ομοιότροπα (ΑΜ ὁμοιοτρόπως)με όμοιο τρόπο, σύμφωνα με κάτι («καὶ παρεσκευασμέναι τοῑς πᾱσιν ὁμοιοτρόπως μάλιστα τῇ ἡμετέρᾳ δυνάμει», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + τρόπος (< τρέπω), πρβλ. ποικιλό-τροπος].
Dictionary of Greek. 2013.